Αναιμία είναι η παθολογική κατάσταση στην οποία ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα είναι μικρότερος από τον φυσιολογικό, με αποτέλεσμα την μειωμένη ύπαρξη αιμοσφαρίνης. Η αιμοσφαιρίνη είναι πρωτεϊνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων και μεταφέρει οξυγόνο από τους πνεύμονες στα όργανα και τους ιστούς.

Η αναιμία επηρεάζει σχεδόν το 20% του πληθυσμού. Οι νεαρές γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν αναιμία σε σύγκριση με άνδρες ίδιας ηλικίας, λόγω της εμμηνορροϊκής αιμορραγίας.

Υπάρχουν πολλοί τύποι αναιμίας, καθένας εκ των οποίων έχει διαφορετική αιτία πρόκλησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται για μια προσωρινή διαταραχή ενώ σε άλλες είναι μακροχρόνια και μπορεί να συνοδεύεται από έντονα ή ήπια συμπτώματα.

Αναιμία: Τύποι

Γενικά, υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι αναιμίας, που ταξινομούνται ανάλογα με το μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων:

  • Εάν τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι μικρότερα από το φυσιολογικό, μικροκυτταρική αναιμία.
  • Εάν το μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι φυσιολογικό (αλλά χαμηλό), ορμονοκυτταρική αναιμία.
  • Αν τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι μεγαλύτερα από το φυσιολογικό, μακροκυτταρική αναιμία.

Αναλυτικότερα τα είδη που υπάρχουν για την αναιμία είναι:

  • Αναιμία από ενεργή αιμορραγία: Η απώλεια αίματος μέσω βαριάς εμμήνου ρύσεως ή πληγών μπορεί να προκαλέσει αναιμία.
  • Αναιμία από ανεπάρκεια σιδήρου ή  σιδηροπενική αναιμία: Η αναιμία της ανεπάρκειας του σιδήρου είναι ένας κοινός τύπος αναιμίας και ο ποιο συνηθισμένος. Εάν η πρόσληψη σιδήρου είναι περιορισμένη ή ανεπαρκής λόγω κακής διατροφής, μπορεί να προκύψει αναιμία.
  • Αναιμία χρόνιας νόσου: Οποιαδήποτε μακροχρόνια και συνεχιζόμενη ιατρική κατάσταση όπως μια χρόνια λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει αυτό το είδος αναιμίας.
  • Αναιμία που σχετίζεται με τη νεφρική νόσο: Σε άτομα με χρόνιες νεφρικές παθήσεις μειώνεται η παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων προκαλώντας αναιμία.
  • Αναιμία που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη: Η αύξηση του όγκου του πλάσματος στο αίμα περισσότερο από τα ερυθρά αιμοσφαίρια (κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης) προκαλεί αιμοαραίωση το αίμα, μειώνοντας την τιμή του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης. Η κατάσταση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί σε αναιμία.
  • Αναιμία που σχετίζεται με κακή διατροφή: Εκτός από τον σίδηρο, η βιταμίνη Β12 και το φυλλικό οξύ απαιτούνται για την σωστή παραγωγή αιμοσφαιρίνης. Ανεπάρκεια τους μπορεί να προκαλέσει αναιμία.
  • Αναιμία των βλαστικών κυττάρων ή δρεπανοκυτταρική αναιμία: Σε ορισμένα άτομα, το πρόβλημα μπορεί να σχετίζεται με την παραγωγή μη φυσιολογικών μορίων αιμοσφαιρίνης. Σε αυτή την περίπτωση, το πρόβλημα είναι ποιοτικό ή λειτουργικό. Τα μη φυσιολογικά μόρια αιμοσφαιρίνης μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στην ακεραιότητα της δομής των ερυθρών αιμοσφαιρίων και μπορεί να έχουν σχήμα ημισελήνου (δρεπανοκυτταρικά κύτταρα). Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι δρεπανοκυτταρικής αναιμίας. Η διάγνωση τίθεται από την παιδική ηλικία ανάλογα με τη σοβαρότητα και τα συμπτώματα της νόσου τους.
  • Θαλασσαιμία: Υπάρχουν πολλά είδη θαλασσαιμίας, τα οποία ποικίλλουν σε σοβαρότητα από ήπια έως σοβαρή. Η θαλασσαιμία είναι κληρονομική.
  • Αναιμία σχετιζόμενη με μυελό των οστών: Η αναιμία μπορεί να σχετίζεται με ασθένειες που αφορούν τον μυελό των οστών.
  • Απλαστική αναιμία: Η απλαστική αναιμία είναι μια κατάσταση που συμβαίνει όταν το σώμα σας σταματήσει να παράγει επαρκή νέα αιμοσφαίρια. Δημιουργεί αίσθημα έντονης κόπωσης και σχετίζεται με μεγάλο κίνδυνο μολύνσεων και ανεξέλεγκτης αιμορραγίας. Η αναιμία αυτή μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά ή μπορεί να εξελίσσεται αργά και να επιδεινώνεται.
  • Αιμολυτική αναιμία: Η αιμολυτική αναιμία είναι ένας τύπος αναιμίας στον οποίο η ρήξη ερυθρών αιμοσφαιρίων (γνωστή ως αιμόλυση) γίνεται δυσλειτουργική. Αυτός ο τύπος καταστροφής μπορεί επίσης να συμβεί σε φυσιολογικά ερυθρά αιμοσφαίρια υπό ορισμένες συνθήκες, για παράδειγμα, μη φυσιολογικές καρδιακές βαλβίδες που καταστρέφουν τα κύτταρα του αίματος ή ορισμένα φάρμακα που διαταράσσουν τη δομή των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
  • Αναιμία που σχετίζεται με φάρμακα: Πολλά κοινά φάρμακα μερικές φορές μπορεί να προκαλέσουν αναιμία ως παρενέργεια. Οι μηχανισμοί με τους οποίους τα φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν αναιμία είναι πολυάριθμοι (αιμόλυση, τοξικότητα στο μυελό των οστών).

Αναιμία: Αιτίες εκδήλωσης

Η αναιμία μπορεί να είναι προσωρινή ή μακροπρόθεσμη και μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή. Στα συνήθη αίτια συγκαταλέγονται:

  • Αιμορραγία
  • Ανεπάρκεια σιδήρου
  • Χρόνιες παθήσεις
  • Νεφρική νόσο
  • Εγκυμοσύνη
  • Κακή διατροφή
  • Αλκοολισμός
  • Προβλήματα θυρεοειδούς
  • Αυτοάνοσες ασθένειες
  • Δηλητηρίαση από μόλυβδο
  • AIDS
  • Ιογενής ηπατίτιδα

Με ποια συμπτώματα εκδηλώνεται η αναιμία;

Τα σημάδια και τα συμπτώματα που σχετίζονται με την αναιμία διαφέρουν ανάλογα με την αιτία. Σε οριμένες περιπτώσεις μπορεί να μην εκδηλωθούν καθόλου συμπτώματα. Οι ασθενείς εμφανίζουν:

  • Κόπωση
  • Αδυναμία
  • Λεπτό ή κιτρινωπό δέρμα
  • Ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς
  • Δυσκολία στην αναπνοή
  • Ζάλη
  • Κρύα χέρια και πόδια
  • Πονοκέφαλους
  • Ταχυπαλμία
  • Λιποθυμία

Στην αρχή, η αναιμία μπορεί να είναι ήπια. Αλλά τα συμπτώματα σταδιακά επιδεινώνονται όσο η πάθηση εξελίσσεται.

Πώς μπορεί να διαγνωστεί η αναιμία;

Η διάγνωση τίθεται με βάση τα συμπτώματα και τις αιματολογικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις αφορούν τις τιμές του αιματορκίτη, την αιμοσφαιρίνη, τον αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων. Προσδιορίζονται επίσης και τα επίπεδα φεριτίνης (αποθήκες σιδήρου). Με βάση τα αποτελέσματα μπορεί να καθοριστεί αν υπάρχει αναιμία, η βαρύτητά της και ο τρόπος θεραπείας της.

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η αναιμία;

Η αντιμετώπιση της αναιμίας ποικίλει και εξαρτάται από την αιτία και τη σοβαρότητα της. Είναι αντιληπτό πως η δρεπανοκυτταρική αναιμία χρειάζεται διαφορετική θεραπεία από την σιδηροπενική.

Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, συμπληρώματα διατροφής όπως βιταμίνες ή χάπια σιδήρου, διαφορεοποίηση τις φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει ήδη ο ασθενής και σε πιο σοβαρές περιπτώσεις μετάγγιση αίματος ή χειρουργική επέμβαση. Αντίστοιχα όταν οφείλεται σε κάποια χρόνια πάθηση, βελτιώνεται μέσα από την αντιμετώπιση της συγεκεκριμένης πάθησης.